- πλίξις
- πλίξις, ἡ, (1) das Schreiten, Ausschreiten; (2) das Ausspannen, dah. die Spanne als Maß
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πλίξις — εως, ἡ, Α 1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα 2. τάνυσμα, τέντωμα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα τού χεριού, η σπιθαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ τού πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ ε πλίξ ατο) + κατάλ.… … Dictionary of Greek